- υδρόλυση
- Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες.
Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με νερό, υποβάλλονται σε ολική διάσπαση· τα ιόντα του νερού προσθέτονται στο κατιόν και στο ανιόν του άλατος με σχηματισμό οξέος και μιας βάσης. Αν το άλας αποτελείται από ένα ασθενές οξύ και μια ισχυρή βάση ή από ισχυρό οξύ και ασθενή βάση ή από ισχυρό οξύ και ισχυρή βάση, το διάλυμα θα εμφανίσει, ανάλογα, αλκαλικό, όξινο ή ουδέτερο χαρακτήρα, που θα οφείλεται στον διαφορετικό βαθμό διάσπασης των βάσεων και των οξέων που σχηματίζονται. Η τάση της υ. είναι οπωσδήποτε ανεξάρτητη προς την τάση διάσπασης, π.χ. για το ανθρακικό οξύ στο νερό, η τάση για υ. H2CO3 →← H2O + CO2 υπερέχει της τάσης προς διάσπαση H2CO3-2H++CO3- -. Έτσι, π.χ., το διάλυμα που σχηματίζεται από ένα ισχυρό οξύ και μια ασθενή βάση (χλωριούχο αμμώνιο, θειικός ψευδάργυρος) θα έχει χαρακτήρα όξινο, καθόσον το σχηματιζόμενο οξύ θα διασπαστεί με επακόλουθο σχηματισμό ιόντων υδρογόνου, ενώ η ασθενής βάση που προκύπτει θα παραμείνει πρακτικά αδιάσπαστη. Mε τρόπο ανάλογο, ένα άλας από ασθενές οξύ και ισχυρή βάση θα προσδώσει στο διάλυμα βασικό χαρακτήρα. Αν το άλας αποτελείται από οξύ και βάση ισχυρή (π.χ. χλωριούχο νάτριο) η υ. θα είναι πρακτικά μηδενική, καθόσον είτε το οξύ είτε η βάση που σχηματίζονται είναι ολοκληρωτικά σε διάσπαση και το pH (βλ. λ. πε-χα) θα είναι ουδέτερο. Λιγότερο απλή είναι η περίπτωση των αλάτων που αποτελούνται από βάση και οξέα ασθενή (π.χ. οξικό αμμώνιο)· το pH του διαλύματος εξαρτάται από την υπερίσχυση της διάσπασης του οξέος ή της βάσης και είναι συνήθως κοντά στην ουδετερότητα.
Η αντίδραση της υ. μπορεί να παρασταθεί από τον ακόλουθο τύπο:ΑΒ + Η
2Ο
→← Α
– + Η
+ + ΒΟΗ
όταν AB είναι ένα άλας από ισχυρό οξύ και ασθενή βάση.
Θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «υδρολυτική ισορροπία» το δυναμικό φαινόμενο που οδηγεί στο πρωταρχικό οξύ και βάση, με δράση των ιόντων του ύδατος στα ιόντα του άλατος. Είναι επίσης δυνατό να προσδιοριστεί και να υπολογιστεί η σταθερά της υδρολυτικής ισορροπίας, που ονομάζεται «σταθερά της υ.» και παριστάνει τον λόγο μεταξύ της σταθερής διάσπασης του ύδατος και της σταθερής διάσπασης του οξέος ή της βάσης, αναλόγως του αν το άλας αποτελείται από οξύ ή βάση ασθενή.
Τα γνωστότερα φαινόμενα υ. στην οργανική χημεία είναι η διάσπαση που παθαίνουν οι εστέρες, οι γλυκοζίτες, οι πολυσακχαρίτες, οι πρωτεΐνες, οι αιθέρες, τα αμίδια κλπ. Οι υ. αυτές αποχτούν συνήθως βιομηχανικό χαρακτήρα με σκοπό να εξαχθούν από ένα φυσικό προϊόν τα συστατικά του.
* * *και υδρολυσία, η, Ν1. φυσ.-χημ.) διεργασία κατά την οποία συντελείται διάσπαση χημικών δεσμών με την επίδραση τού νερού σε μια χημική ένωση2. βιολ. μεταβολική διεργασία κατά την πέψη, μέσω τής οποίας συντελείται, με την προσθήκη ενός μορίου νερού, η αναγωγή μιας ένωσης στα συστατικά της μέρη3. (γεωμορφ.) διεργασία αποικοδόμησης τών πυριτικών πετρωμάτων4. (εδαφολ.) ο μηχανισμός εξαλλοίωσης και αποικοδόμησης τών ορυκτών τών πετρωμάτων και τών εδαφών υπό την επίδραση χημικών ουσιών οι οποίες είναι διαλυμένες στα επιφανειακά ύδατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrolysis (< υδρ[ο]-* + λύση)].
Dictionary of Greek. 2013.